Road trip σε Βέλγιο, Ολλανδία και Γερμανία με το Toyota RAV4 Hybrid

Αυτοκίνητο

Ένα ταξίδι περίπου 1.500 χλμ. με αφετηρία τις Βρυξέλλες και τελικό προορισμό την Κολωνία, μέσα από μικρές και μεγάλες πόλεις του Βελγίου και της Ολλανδίας. Στο τιμόνι του σούπερ οικονομικού και άνετου Toyota RAV4 Hybrid, που απέδειξε στην πράξη γιατί είναι από τα πιο ολοκληρωμένα οικογενειακά SUV.

Ένα οδικό ταξίδι στη βορειοδυτική Ευρώπη σπάνια περιορίζεται από γεωγραφικά σύνορα. Οι αποστάσεις είναι μικρές, οι μεταβάσεις από χώρα σε χώρα γίνονται σχεδόν ανεπαίσθητα και οι πολιτισμικές επιρροές διασταυρώνονται διαρκώς.

Σε αυτή τη διαδρομή, περάσαμε από τη Φλάνδρα, την ιστορική και πολιτισμικά πυκνή περιοχή του βόρειου Βελγίου, διασχίσαμε τμήματα των Κάτω Χωρών, δηλαδή της Ολλανδίας, με τις επίπεδες εκτάσεις, τα κανάλια και τους ανεμόμυλους· και καταλήξαμε στην Κολωνία, στην καρδιά της Ρηνανίας, μια από τις πιο ζωντανές μητροπολιτικές περιοχές της δυτικής Γερμανίας.

Η φλαμανδική περιοχή, με τις καλοδιατηρημένες μεσαιωνικές πόλεις της -όπως η Γάνδη και η Μπρυζ– φέρει ακόμη το αποτύπωμα της εμπορικής και καλλιτεχνικής ακμής του παρελθόντος. Η Ολλανδία, από την πλευρά της, συνδυάζει την παραδοσιακή εικόνα των ξύλινων σπιτιών και των χωριών του νερού με τη σύγχρονη αρχιτεκτονική και τον πολιτικό δυναμισμό της Χάγης.

Τέλος, η Γερμανική Ρηνανία υποδέχεται τον επισκέπτη με γοτθικούς καθεδρικούς, βιομηχανική αισθητική και ποτάμιες διαδρομές κατά μήκος του Ρήνου.

Μέσα σε έξι ημέρες και περίπου 1.500 χιλιόμετρα, το ταξίδι αυτό ένωνε διαφορετικές κουλτούρες, γλώσσες και τοπία. Και όλα αυτά με το Toyota RAV4 Hybrid, που προσέφερε σταθερότητα, άνεση και ευελιξία σε κάθε διαδρομή – από τους φαρδιούς αυτοκινητόδρομους μέχρι τους στενούς δρόμους των ιστορικών κέντρων. Και το κυριότερο, εξαιρετικά χαμηλή κατανάλωση που συγκρατήθηκε περίπου στα 6 λίτρα/100 χλμ.


1η Ημέρα – Άφιξη στις Βρυξέλλες και κατευθείαν προς Γάνδη

Φτάνοντας στο αεροδρόμιο των Βρυξελλών το πρωί, παραλάβαμε το Toyota RAV4 Hybrid από το κέντρο διανομής αυτοκινήτων της μάρκας. Με μια γρήγορη ματιά στο κέντρο της βελγικής πρωτεύουσας –που εκείνη την ώρα είχε ήδη αρκετή κίνηση– επιλέξαμε να κινηθούμε άμεσα δυτικά, προς τη Γάνδη (Gent), ώστε να εξοικονομήσουμε χρόνο και να αποφύγουμε την ταλαιπωρία.

Η διαδρομή ήταν περίπου 70 χιλιόμετρα και διήρκεσε λίγο παραπάνω από 40 λεπτά σε έναν εξαιρετικά ήσυχο και καλά συντηρημένο αυτοκινητόδρομο, χωρίς διόδια – χαρακτηριστικό του βελγικού οδικού δικτύου. Το RAV4 Hybrid, με τον εξηλεκτρισμένο κινητήρα του, προσέφερε σχεδόν αθόρυβη κύλιση, ειδικά στα κομμάτια μέσα στην πόλη όπου κινείται για αρκετή ώρα αποκλειστικά ηλεκτρικά.

Στη Γάνδη σταθμεύσαμε σε ένα δημοτικό πάρκινγκ κοντά στο ιστορικό κέντρο. Το κόστος ήταν λογικό, περίπου 2 ευρώ την ώρα, και η τοποθεσία ιδανική για να προσεγγίσουμε τα αξιοθέατα με τα πόδια. Από την πρώτη κιόλας στιγμή, η πόλη μάς κέρδισε με τον μεσαιωνικό της χαρακτήρα και τα κανάλια που διατρέχουν το κέντρο. Οι λιθόστρωτοι δρόμοι και τα γοτθικά κτίρια δημιουργούν μια ατμόσφαιρα που συνδυάζει ιστορία με ζωντανό παρόν.

Το κάστρο Gravensteen ήταν ο πρώτος μας σταθμός. Ένα καλοδιατηρημένο μεσαιωνικό φρούριο, με εκθέματα που αναδεικνύουν την τοπική ιστορία αλλά και με πανοραμική θέα από τα τείχη προς όλη την πόλη. Στη συνέχεια περπατήσαμε ως την πλατεία Korenmarkt, την καρδιά της πόλης, με καφετέριες και μπρασερί όπου μπορείς να δοκιμάσεις τοπικές γεύσεις – από τηγανητές πατάτες έως φλαμανδικό στιφάδο. Η αίσθηση είναι έντονα νεανική, χάρη στους πολλούς φοιτητές που δίνουν ζωντάνια στο κέντρο.

Αργά το απόγευμα, αφήσαμε πίσω μας τη Γάνδη και κατευθυνθήκαμε προς την περιοχή της Μπρυζ, όπου είχαμε κανονίσει να μείνουμε. Επιλέξαμε κατάλυμα στο Beernem, λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Η επιλογή αυτή αποδείχθηκε σωστή: περισσότερος χώρος, πιο λογικό κόστος και ευκολότερη στάθμευση, χωρίς το άγχος του κέντρου. Ο μικρός οικισμός ήταν ήσυχος, με εύκολη πρόσβαση στον αυτοκινητόδρομο αλλά και αρκετά κοντά στη Μπρυζ για τις επόμενες μας εξορμήσεις.


2η Ημέρα – Μπρυζ και βόλτα στην Οστάνδη

Η μέρα ξεκίνησε νωρίς, με κατεύθυνση προς την καρδιά της Μπρυζ (Brugge) – ίσως την πιο εμβληματική μεσαιωνική πόλη της Φλάνδρας και αναμφίβολα μια από τις πιο καλοδιατηρημένες της Ευρώπης. Οι πύργοι, τα κανάλια και τα πέτρινα σπίτια της συνθέτουν ένα τοπίο που μοιάζει να έχει παγώσει στον χρόνο, χωρίς να έχει χάσει τη λειτουργικότητα και τη ζωντάνια του.

Αποφύγαμε το κέντρο για στάθμευση και επιλέξαμε να παρκάρουμε έξω από την πύλη Gentpoort, σε ελεύθερο χώρο επί του δρόμου – μια πρακτική επιλογή, καθώς η πρόσβαση προς το ιστορικό κέντρο γίνεται εύκολα με τα πόδια. Η Gentpoort είναι μία από τις παλιές πύλες της πόλης, μέρος των μεσαιωνικών οχυρώσεων, και λειτουργεί σήμερα ως φυσική είσοδος για τους επισκέπτες που προσεγγίζουν την πόλη από τα ανατολικά.

Περπατήσαμε κατά μήκος των καναλιών, τα οποία διατρέχουν όλη την πόλη προσφέροντας συνεχείς γωνίες θέασης και φωτογραφίας. Οι αναλογίες της πόλης –ούτε πολύ μεγάλες, ούτε ασφυκτικά μικρές – την κάνουν ιδανική για περπάτημα. Πολλά σπίτια διατηρούν τις παλιές στέγες με τις χαρακτηριστικές κορυφές, ενώ δεν λείπουν και οι μικρές πλατείες με cafés, καταστήματα σοκολάτας και μουσεία.

Σταθήκαμε στο μουσείο Gruuthuse, που στεγάζεται σε ένα αναγεννησιακό αρχοντικό δίπλα στον καθεδρικό του Αγίου Σαλβατόρ. Το μουσείο φιλοξενεί αντικείμενα καθημερινής ζωής της Φλάνδρας από τον Μεσαίωνα έως τον 19ο αιώνα – από έπιπλα και υφαντά έως εργαλεία και μουσικά όργανα.

Φυσικά, δεν παραλείψαμε το Belfort, τον μεσαιωνικό πύργο-καμπαναριό που δεσπόζει στην κεντρική πλατεία. Η ανάβαση ως την κορυφή απαιτεί υπομονή (366 σκαλοπάτια) αλλά η πανοραμική θέα της πόλης σε ανταμείβει πλήρως. Από εκεί πάνω βλέπεις την παλιά πόλη σε όλη της την έκταση, με τις κόκκινες κεραμοσκεπές να σχηματίζουν ένα ομοιόμορφο μοτίβο και τους πύργους να ξεπροβάλλουν σαν σημεία προσανατολισμού.

Αφού περάσαμε μερικές ώρες στη Μπρυζ, αποφασίσαμε να κάνουμε μια σύντομη εξόρμηση στην Οστάνδη, που απέχει περίπου 30 χιλιόμετρα – λιγότερο από μισή ώρα οδήγησης. Αν και λιγότερο τουριστική, η Οστάνδη είναι παραθαλάσσια, με εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα. Είναι μια σύγχρονη, λειτουργική πόλη, με ψηλά κτίρια, πλατιούς παραλιακούς δρόμους και έναν αέρα που φέρνει τη Βόρεια Θάλασσα κατευθείαν στο πρόσωπό σου.

Περπατήσαμε στον παραλιακό πεζόδρομο, όπου είδαμε σύγχρονα γλυπτά, δημόσιες εγκαταστάσεις τέχνης και γραμμές τραμ που κινούνται παράλληλα με τη θάλασσα. Δεν είναι το ιδανικό μέρος για ρομαντική βόλτα – όμως προσφέρει μια πραγματική εικόνα της ζωής στην ακτή: με κατοίκους, εργάτες, τουρίστες, φοιτητές και οικογένειες.

Αργά το απόγευμα επιστρέψαμε στο Beernem, λίγα χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Μπρυζ, όπου βρισκόταν το κατάλυμά μας. Η μέρα είχε ξεχειλίσει από εικόνες, και έπρεπε να οργανώσουμε και το δείπνο. Σημείωση: πολλά εστιατόρια στην περιοχή κλείνουν γύρω στις 21:00, γι’ αυτό και η εύρεση ανοιχτής κουζίνας εκείνη την ώρα απαιτούσε λίγο ψάξιμο – κάτι που καλό είναι να έχει υπόψη του όποιος ταξιδεύει εκτός μεγάλων αστικών κέντρων στο Βέλγιο.


3η Ημέρα – Πορεία προς την Ολλανδία με στάσεις

Αφήνοντας το Βέλγιο πίσω μας, περάσαμε τα σύνορα προς την Ολλανδία, με πρώτη στάση την Αμβέρσα, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Βελγίου και ένα από τα σημαντικότερα εμπορικά λιμάνια της Ευρώπης. Δεν είχαμε στη διάθεσή μας πολύ χρόνο, αλλά φροντίσαμε να περάσουμε από το κέντρο για μια σύντομη βόλτα. Ο σιδηροδρομικός σταθμός της Αμβέρσας είναι ίσως ένα από τα πιο εντυπωσιακά κτίρια της πόλης – περισσότερο θυμίζει αυτοκρατορικό ανάκτορο παρά σταθμό.

Συνεχίσαμε βόρεια με προορισμό το Ρότερνταμ, σε μια διαδρομή περίπου 90 χιλιομέτρων. Σε αντίθεση με τη γραφικότητα των φλαμανδικών πόλεων, το Ρότερνταμ είναι μια πόλη με ξεκάθαρα μοντέρνο και αρχιτεκτονικά τολμηρό χαρακτήρα. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος κατέστρεψε μεγάλο μέρος του ιστορικού της κέντρου, γεγονός που έδωσε στους Ολλανδούς αρχιτέκτονες την ευκαιρία να πειραματιστούν με ασυνήθιστες δομές και σύγχρονο σχεδιασμό.

Ξεκινήσαμε από τα γνωστά κυβόσπιτα (Kubuswoningen) – μια σειρά από κατοικίες σε σχήμα κύβου, που μοιάζουν να ισορροπούν πάνω στις γωνίες τους. Μοιάζουν περισσότερο με γλυπτά παρά με σπίτια και είναι από τα πιο φωτογραφημένα σημεία της πόλης. Στη συνέχεια, επισκεφθήκαμε τη Markthal, έναν μεγάλο κλειστό χώρο που συνδυάζει αγορά τροφίμων, εστιατόρια και κατοικίες. Σταθμεύσαμε σε ιδιωτικό υπόγειο πάρκινγκ ακριβώς κάτω από την αγορά – μια εύκολη αλλά σχετικά ακριβή λύση, σε μια πόλη όπου το παρκάρισμα δεν είναι φθηνή υπόθεση.

Λίγο πιο πέρα βρίσκεται το παλιό λιμάνι (Oude Haven), το οποίο έχει αναπτυχθεί σε έναν ζωντανό χώρο με cafés, γκαλερί και το Maritime Museum, που παρουσιάζει τη ναυτική ιστορία της Ολλανδίας με διαδραστικό και παιδοκεντρικό τρόπο. Είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες περιοχές της πόλης, ειδικά για οικογένειες.

Αφήνοντας πίσω μας το Ρότερνταμ, συνεχίσαμε δυτικά προς την Χάγη, τη διοικητική πρωτεύουσα της χώρας και έδρα της ολλανδικής κυβέρνησης, του βασιλιά και πολλών διεθνών οργανισμών. Σταθμεύσαμε κοντά στο κέντρο (προσοχή στις τιμές των πάρκινγκ) και περπατήσαμε ως το Binnenhof, το ιστορικό συγκρότημα του κοινοβουλίου, το οποίο βρίσκεται πλάι σε μια μικρή λίμνη και πλαισιώνεται από μεσαιωνικά και αναγεννησιακά κτίρια. Είναι ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα τοπία της πόλης και ίσως η πιο φωτογραφημένη γωνιά της Χάγης.

Ακριβώς δίπλα, το Mauritshuis φιλοξενεί μερικά από τα αριστουργήματα της ολλανδικής ζωγραφικής: έργα των Vermeer, Rembrandt, Frans Hals και άλλων. Το πιο διάσημο από όλα, βέβαια, είναι το «Κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι» του Vermeer, το οποίο δεν είδαμε από κοντά επειδή το μουσείο είχε κλείσει.

Το απόγευμα μάς βρήκε καθ’ οδόν προς το Nieuwkoop, έναν ήσυχο οικισμό ανάμεσα σε λίμνες και προστατευόμενους υγροτόπους – μόλις 40 χιλιόμετρα νότια του Άμστερνταμ. Το τοπίο γύρω από το Nieuwkoop είναι τυπικά ολλανδικό: κανάλια, νερόμυλοι, επίπεδη γη και αγροτόσπιτα. Διανυκτερεύσαμε εκεί για τρεις συνεχόμενες νύχτες, έχοντας πλέον μια ήσυχη και πρακτική βάση για τις επόμενες εξορμήσεις μας προς το Άμστερνταμ, την Ουτρέχτη, το Zaanse Schans και τα χωριά Marken και Volendam.

Η επιλογή του Nieuwkoop αποδείχθηκε ιδανική: προσφέρει ησυχία, εύκολη πρόσβαση στο οδικό δίκτυο και αρκετά καταλύματα με χώρο στάθμευσης – κάτι καθόλου αυτονόητο όταν ταξιδεύεις με αυτοκίνητο στην Ολλανδία. Προσοχή στα ποδήλατα!


4η Ημέρα – Άμστερνταμ

Η πρόσβαση στο Άμστερνταμ με αυτοκίνητο απαιτεί λίγη οργάνωση, αλλά είναι απολύτως εφικτή – αρκεί να γνωρίζεις τους κανόνες. Το κέντρο της πόλης είναι ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένο και η στάθμευση περιορισμένη και ακριβή. Για τον λόγο αυτό, επιλέξαμε τη λύση των P+R (Park and Ride), που είναι ένα από τα πιο οργανωμένα συστήματα αστικής κινητικότητας στην Ευρώπη.

Παρκάραμε στο P+R Sloterdijk, στα δυτικά της πόλης. Το κόστος στάθμευσης ήταν λιγότερο από 10 ευρώ για ολόκληρη την ημέρα, ενώ η μεταφορά προς το κέντρο με τραμ ή μετρό είναι εύκολη, συχνή και κοστίζει περίπου 6 ευρώ ανά άτομο (το ολοήμερο).

Το τραμ μας άφησε στην περιοχή των μουσείων και πρώτος μας σταθμός ήταν το Rijksmuseum – ένα από τα σημαντικότερα μουσεία τέχνης στην Ευρώπη. Εκεί εκτίθενται έργα του Rembrandt, του Vermeer, του Frans Hals και άλλων σημαντικών Ολλανδών καλλιτεχνών της Χρυσής Εποχής.

Η «Νυχτερινή Περίπολος» του Rembrandt δεσπόζει στην κεντρική αίθουσα και αποτελεί από μόνη της λόγο επίσκεψης. Το μουσείο είναι άψογα οργανωμένο, με καλά σηματοδοτημένες διαδρομές και άνετους χώρους – κάτι που εκτιμήσαμε ιδιαίτερα, καθώς ταξιδεύαμε με παιδιά.

Ακριβώς δίπλα βρίσκεται το μουσείο Van Gogh, το οποίο επικεντρώνεται αποκλειστικά στο έργο και τη ζωή του καλλιτέχνη (αν υπάρχει μπάτζετ καλό είναι να το επισκεφτείτε). Περπατήσαμε γύρω από το Vondelpark, τον μεγαλύτερο και πιο δημοφιλή δημόσιο κήπο της πόλης. Μεγάλες πράσινες εκτάσεις, λίμνες, ποδηλατόδρομοι και παιδικές χαρές έκαναν το πάρκο ιδανικό για μια στάση ξεκούρασης.

Από εκεί συνεχίσαμε με τα πόδια προς τη γειτονιά Jordaan, μία από τις πιο ήσυχες και καλοδιατηρημένες περιοχές του Άμστερνταμ. Παλιότερα εργατική συνοικία, σήμερα είναι μια από τις πιο δημοφιλείς γειτονιές για περίπατο, γεμάτη μικρά μαγαζιά, αντικερί, γκαλερί, τοπικά ντελικατέσεν και ήσυχα café δίπλα στα κανάλια. Δεν έχει τον θόρυβο του κέντρου και προσφέρει μια πιο ανθρώπινη κλίμακα στην εμπειρία της πόλης.

Η μέρα κύλησε ομαλά, με καλό καιρό και αρκετές στάσεις για καφέ, σνακ και χαλάρωση. Η μετακίνηση με τα τραμ ήταν γρήγορη, καθαρή και αξιόπιστη – ιδανική δηλαδή για οικογένειες. Τα παιδιά ενθουσιάστηκαν με τις διαδρομές δίπλα στα κανάλια και με τα ποδήλατα που πετάγονται από παντού. Ενδεικτικό είναι ότι στα περισσότερα σημεία, τα ποδήλατα ξεπερνούν τα αυτοκίνητα σε αριθμό.

Το Άμστερνταμ είναι μια πόλη που μπορεί να σε ζορίσει αν δεν την οργανώσεις, αλλά σε ανταμείβει αν την προσεγγίσεις σωστά: με καλό σχεδιασμό, σεβασμό στους τοπικούς κανόνες και προσαρμοστικότητα. Για εμάς, η επιλογή του P+R αποδείχθηκε κρίσιμη, καθώς μας επέτρεψε να απολαύσουμε την πόλη χωρίς το άγχος της στάθμευσης ή του κόστους.

Το απόγευμα επιστρέψαμε με τραμ στο πάρκινγκ και από εκεί οδικώς στο Nieuwkoop, όπου διανυκτερεύσαμε για τρίτο συνεχόμενο βράδυ. Το Άμστερνταμ άφησε τις πιο πολυσύνθετες εντυπώσεις: είναι ταυτόχρονα πολιτιστική πρωτεύουσα, τουριστικός κόμβος και μια πόλη που παραμένει ζωντανή και λειτουργική – ακόμα και μέσα στον δικό της, κάπως χαοτικό, ρυθμό.


5η Ημέρα – Μικρές πόλεις και ανεμόμυλοι

Ξεκινήσαμε νωρίς το πρωί από το Nieuwkoop, με κατεύθυνση προς τα βόρεια της Ολλανδίας, για να επισκεφθούμε μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά χωριά των Κάτω Χωρών. Πρώτη μας στάση το Marken, μια μικρή χερσόνησος που μέχρι το 1957 ήταν νησί και παρέμενε αποκομμένη από την ηπειρωτική χώρα.

Το τοπίο αλλάζει αμέσως μόλις μπεις στο χωριό: στενοί λιθόστρωτοι δρόμοι, σπίτια από ξύλο βαμμένα σε σκούρο πράσινο και λευκό, κανάλια και μικρές γέφυρες που θυμίζουν περισσότερο σκηνικό παρά πραγματικότητα.

Το Marken έχει διατηρήσει αυθεντικά στοιχεία από την παραδοσιακή ναυτική κουλτούρα της Ολλανδίας. Περπατήσαμε μέχρι το μικρό λιμάνι και συνεχίσαμε προς τα πεζοδρόμια με τα παλιά σπίτια, με την αίσθηση ότι ο χρόνος εδώ κινείται πιο αργά.

Το αυτοκίνητο το αφήσαμε στην είσοδο του χωριού, σε δημόσιο πάρκινγκ (τσιμπημένο για την περιοχή, στα 4 ευρώ/ώρα), καθώς εντός του οικισμού η κυκλοφορία είναι περιορισμένη – κάτι που ενισχύει την ήρεμη ατμόσφαιρα.

Λίγο πιο πέρα βρίσκεται το Volendam, πιο ζωντανό και τουριστικό, αλλά εξίσου γραφικό. Το λιμάνι του είναι γεμάτο ψαρόβαρκες, πάγκους με φρέσκα θαλασσινά και μικρά καταστήματα με παραδοσιακές στολές, καπέλα και ξύλινα τσόκαρα.

Σταθήκαμε σε ένα από τα πολλά viskraam -υπαίθριους πάγκους με ψάρι- και φάγαμε τηγανητή ρέγγα και kibbeling (μπουκιές από λευκό ψάρι τηγανητές με σως), εμπειρία σχεδόν απαραίτητη για οποιονδήποτε επισκέπτεται την Ολλανδία. Οι τιμές ήταν τσιμπημένες (για τα δικά μας δεδομένα) αλλά η γεύση αυθεντική – μάλιστα, καλύτερη και από αντίστοιχες καντίνες που είχαμε δοκιμάσει στην Οστάνδη, δύο μέρες νωρίτερα.

Από εκεί συνεχίσαμε προς το Zaanse Schans, το οποίο απέχει περίπου 30 λεπτά με το αυτοκίνητο. Πρόκειται για ένα υπαίθριο μουσείο-χωριό που αναπαριστά την καθημερινή ζωή στην Ολλανδία του 18ου και 19ου αιώνα.

Εκεί βρεθήκαμε μπροστά σε έναν από τους πιο εμβληματικούς ολλανδικούς ορίζοντες: σειρά από παραδοσιακούς ανεμόμυλους, ορισμένοι εκ των οποίων λειτουργούν ακόμη, καθώς και ξύλινα σπίτια, εργαστήρια παραγωγής τυριού, χειροποίητων υποδημάτων και σαπουνιών.

Περπατώντας κατά μήκος του ποταμού Zaan, με τους μύλους από τη μια και τα αγροτόσπιτα από την άλλη, είχαμε ίσως την πιο «κλασική» ολλανδική εμπειρία του ταξιδιού.

Η περιοχή είναι ιδιαίτερα φιλική προς τις οικογένειες και σε πολλά από τα εργαστήρια μπορείς να δεις ζωντανές επιδείξεις. Τα παιδιά παρακολούθησαν πώς κατασκευάζεται το παραδοσιακό ξύλινο τσόκαρο και δοκίμασαν τυριά με βότανα, κύμινο και καπνιστή γεύση.

Το Zaanse Schans δεν είναι απλώς τουριστικό θέαμα – είναι μια ζωντανή υπενθύμιση της ιστορίας και της ευρηματικότητας των Κάτω Χωρών. Και παρά την αναγνωρισιμότητά του, διατηρεί μια ήσυχη, σχεδόν ειδυλλιακή ατμόσφαιρα, με πλούσια χρώματα, καθαρές εικόνες και έναν ρυθμό ζωής που δύσκολα συναντάς σε μεγαλουπόλεις.,

Το απόγευμα κατευθυνθήκαμε στην Ουτρέχτη, μια πανεπιστημιούπολη γεμάτη ενέργεια και κανάλια. Η πόλη μάς κέρδισε αμέσως με τον Domtoren, τον ψηλότερο καθεδρικό πύργο της Ολλανδίας (112 μέτρα), που δεσπόζει πάνω από το ιστορικό κέντρο.

Περπατήσαμε δίπλα στα χαμηλότερα κανάλια, χαρακτηριστικά της Ουτρέχτης, όπου τα ισόγεια έχουν διαμορφωθεί σε cafés και μικρά μαγαζιά ακριβώς στο επίπεδο του νερού – κάτι που δεν συναντάς στο Άμστερνταμ. Η ατμόσφαιρα ήταν πιο χαλαρή, λιγότερο τουριστική και ίσως πιο «αυθεντική».

Αργά το βράδυ επιστρέψαμε στο Nieuwkoop για την τελευταία μας διανυκτέρευση στην Ολλανδία, με την αίσθηση ότι είχαμε δει μια πιο αυθεντική πλευρά της χώρας. Που ζει ακόμη μέσα στα μικρά χωριά, τους αγρούς, τα κανάλια και τους ανεμόμυλους, αλλά και μια πανεπιστημιακή πόλη που συνδυάζει το χθες με το σήμερα.


6η Ημέρα – Κατεύθυνση προς Κολωνία

Αναχωρήσαμε νωρίς το πρωί για τη Γερμανία, και ύστερα από περίπου δυόμιση ώρες οδήγησης φτάσαμε στην Κολωνία (Köln). Η διαδρομή, κατά κύριο λόγο σε ανοιχτούς γερμανικούς αυτοκινητόδρομους χωρίς διόδια, κύλησε ομαλά, με μόνη διακοπή μια σύντομη μπόρα που μας βρήκε καθ’ οδόν.

Φτάνοντας στην πόλη, είναι αδύνατο να μην εντυπωσιαστείς από τον καθεδρικό ναό της Κολωνίας (Kölner Dom), ο οποίος κυριαρχεί οπτικά στην πόλη με τα δύο γοτθικά του κωδωνοστάσια, ύψους άνω των 150 μέτρων. Αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αρχιτεκτονικά μνημεία της Γερμανίας, ενώ η κατασκευή του διήρκεσε αιώνες (ξεκίνησε τον 13ο αιώνα και ολοκληρώθηκε μόλις το 1880). Η είσοδος στον ναό είναι δωρεάν, και αξίζει να τον επισκεφθεί κανείς έστω και για λίγα λεπτά, για να δει το εσωτερικό ύψος, τα εντυπωσιακά βιτρό και το χρυσό λείψανο των Τριών Μάγων.

Ακριβώς δίπλα, η γέφυρα Hohenzollern ενώνει τις δύο όχθες του ποταμού Ρήνου. Πρόκειται για μια από τις πιο γνωστές σιδηροδρομικές γέφυρες της Ευρώπης, αλλά και για μια γέφυρα-σύμβολο για τους επισκέπτες: κατά μήκος της έχουν τοποθετηθεί χιλιάδες λουκέτα από ζευγάρια, με ονόματα, ημερομηνίες ή αφιερώσεις. Το σύνολο δημιουργεί μια πολύχρωμη μεταλλική επιφάνεια, που πλέον θεωρείται μέρος του αστικού τοπίου της πόλης.

Περπατήσαμε δίπλα στον ποταμό, διασχίζοντας τη Rheinpromenade, έναν πεζόδρομο που ακολουθεί την όχθη με θέα προς το παλιό κέντρο και τον καθεδρικό. Κατεβήκαμε μέχρι το Μουσείο Σοκολάτας (Schokoladenmuseum), ένα από τα πιο φιλικά προς τα παιδιά αξιοθέατα της Κολωνίας. Εκεί μπορείς να δεις τη διαδικασία παραγωγής σοκολάτας, να δοκιμάσεις φρέσκο ρόφημα κακάο και να δεις από κοντά τη διάσημη σοκολατένια βρύση.

Η παλιά πόλη (Altstadt) διατηρεί κάποια από τα παραδοσιακά σπίτια με τις πολύχρωμες προσόψεις, ενώ οι πλατείες είναι γεμάτες με εστιατόρια που σερβίρουν τοπική μπύρα Kölsch σε μικρά ποτήρια των 0,2 λίτρων – μια ιδιαίτερη συνήθεια της περιοχής. Εμείς προτιμήσαμε έναν πιο ήσυχο περίπατο, με στάσεις για καφέ και παγωτό, αφήνοντας για άλλη φορά την πιο έντονη νυχτερινή ζωή της πόλης.

Το βράδυ διανυκτερεύσαμε σε κατάλυμα λίγο έξω από την πόλη, με εύκολη πρόσβαση στον αυτοκινητόδρομο – μια πρακτική επιλογή για να αποφύγουμε την κίνηση και το υψηλό κόστος στάθμευσης στο κέντρο. Το δωρεάν πάρκινγκ μάς διευκόλυνε και για την αναχώρηση της επόμενης ημέρας, αφού δεν χρειαζόταν να επιστρέψουμε στην πόλη για να συνεχίσουμε το ταξίδι.


Τελευταία ημέρα – Βρυξέλλες και επιστροφή

Η Grand Place, η ιστορική κεντρική πλατεία, αποτελεί ίσως το πιο εντυπωσιακό κομμάτι του αστικού ιστού. Η αρχιτεκτονική συμμετρία, τα γοτθικά και μπαρόκ κτίρια και οι περίτεχνες λεπτομέρειες με φύλλα χρυσού δίνουν στην πλατεία έναν εορταστικό χαρακτήρα, ακόμα και σε μια συνηθισμένη εργάσιμη μέρα. Αξίζει να την επισκεφθείς τόσο με φως ημέρας όσο και το βράδυ, όταν φωτίζεται εντυπωσιακά και αποκτά μια σχεδόν θεατρική ατμόσφαιρα.

Μόλις λίγα βήματα πιο κάτω, ένα μικρό και ταπεινό –αλλά διάσημο παγκοσμίως– αξιοθέατο κλέβει την παράσταση: το Manneken Pis. Το μπρούτζινο αγαλματίδιο του μικρού αγοριού που… ουρεί, μπορεί να μην εντυπωσιάζει σε μέγεθος, αλλά έχει κατακτήσει θέση στο παγκόσμιο τουριστικό πάνθεον λόγω της αντισυμβατικής του φύσης και του βελγικού αυτοσαρκασμού. Το άγαλμα συχνά ντύνεται με διαφορετικά κοστούμια – ανάλογα με την εποχή, κάποιο εθνικό εορτασμό ή ένα διεθνές γεγονός. Πολλοί δεν το καταλαβαίνουν, άλλοι γελάνε, αλλά όλοι σταματούν για να το φωτογραφίσουν.

Από εκεί, περπατήσαμε μέχρι το Jardin de Munt (ή Muntpunt Garden), έναν ήσυχο υπαίθριο χώρο πίσω από την ομώνυμη βιβλιοθήκη. Παρόλο που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, πολύ κοντά στην εμπορική οδό Rue Neuve και την περιοχή της Place de la Monnaie, είναι σχετικά άγνωστος στους τουρίστες. Το πάρκο δεν είναι μεγάλο, αλλά προσφέρει σκιά, παγκάκια και έναν πιο χαλαρό ρυθμό, ιδανικό για ένα διάλειμμα ανάμεσα στις βόλτες.

Από εκεί, περάσαμε προς το ευρωπαϊκό τετράγωνο, όπου δεσπόζει το κτίριο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωβουλής. Η περιοχή αποπνέει σοβαρότητα, με ψηλά γυάλινα κτίρια και σημαίες από όλες τις χώρες της Ε.Ε. Οι Βρυξέλλες, εκτός από πρωτεύουσα του Βελγίου, είναι στην πράξη και η πρωτεύουσα της Ε.Ε., κάτι που γίνεται άμεσα αντιληπτό από την πολυγλωσσία, τις επίσημες πινακίδες και τη συνεχή παρουσία κοινοτικών στελεχών, υπαλλήλων και δημοσιογράφων.


Belgium Au revoir, Netherlands Tot ziens, Germany Auf Wiedersehen

Συνολικά, το ταξίδι μας κάλυψε περίπου 1.500 χιλιόμετρα μέσα σε έξι γεμάτες ημέρες, με δεκάδες στάσεις, πόλεις, χωριά και εικόνες που δύσκολα χωρούν σε λίγες μόνο σελίδες. Η διαδρομή πέρασε από μεσαιωνικά κέντρα στη Φλάνδρα, παραθαλάσσιες βόλτες στη Βόρεια Θάλασσα, μοντέρνα αρχιτεκτονική στην Ολλανδία, καλλιτεχνικούς θησαυρούς στο Άμστερνταμ, ήσυχες βόλτες σε παραδοσιακά ψαροχώρια και, τέλος, τον επιβλητικό καθεδρικό της Κολωνίας. Κάθε μέρα είχε τον δικό της ρυθμό, τις δικές της ανακαλύψεις και τις μικρές εκπλήξεις που κάνουν την οδήγηση στην Κεντρική Ευρώπη ξεχωριστή.

Το Toyota RAV4 Hybrid αποδείχθηκε ιδανικός σύντροφος σε αυτό το ταξίδι: εξαιρετικά άνετο για οικογένεια με αποσκευές, ευρύχωρο, ήσυχο στην κύλιση και, το σημαντικότερο, οικονομικό. Η μέση κατανάλωση έμεινε σταθερά κάτω από 6,0 λίτρα/100 χλμ., παρά το πλήρες φορτίο, τις αστικές στάσεις και τα μεγάλα κομμάτια σε αυτοκινητοδρόμους. Στις πόλεις, η ηλεκτρική λειτουργία του μας έδινε την αίσθηση ότι κινούμαστε με μηδενικό θόρυβο και χαμηλό αποτύπωμα, ενώ στους ανοιχτούς δρόμους ο υβριδικός κινητήρας προσέφερε σιγουριά και άνεση.

Περισσότερο από τα τεχνικά στοιχεία, όμως, αυτό που έκανε τη διαφορά ήταν η ελευθερία. Με το ιαπωνικό SUV είχαμε την ευκαιρία να σταματήσουμε όπου θέλαμε, να αλλάξουμε σχέδια, να δούμε μικρές πόλεις και γωνιές που θα χάναμε με οποιοδήποτε άλλο μέσο μετακίνησης. Η ευελιξία αυτή είναι που κάνει ένα road trip ξεχωριστό: δεν ακολουθείς απλώς ένα πρόγραμμα, αλλά διαμορφώνεις το ταξίδι μέρα με τη μέρα, σύμφωνα με τον καιρό, τη διάθεση και τις ανάγκες της οικογένειας.

Έτσι, το ταξίδι μας σε Βέλγιο, Ολλανδία και Γερμανία δεν ήταν μόνο μια σειρά από επισκέψεις σε αξιοθέατα, αλλά μια πραγματική εμπειρία δρόμου. Και απέδειξε, για ακόμη μια φορά, πως όταν έχεις το κατάλληλο αυτοκίνητο και σωστό προγραμματισμό, μπορείς να δεις πολλά, να κινηθείς άνετα και να απολαύσεις την κάθε στιγμή – όχι μόνο στον προορισμό, αλλά και καθ’ οδόν.